Πρόκειται για ανώδυνο σύμπτωμα, που προκαλεί πολύ έντονη ανησυχία στις γυναίκες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά καλοήθεις παθήσεις του μαστού, όπως η εκτασία των πόρων του μαστού, το ενδοπορικό θήλωμα και η φλεγμονή του μαστού ή είναι αποτέλεσμα ορμονικών, ενδοκρινολογικών διαταραχών (π.χ αδένωμα της υπόφυσης) ή οφείλεται σε λήψη φαρμάκων. Χρειάζεται όμως προσοχή στη διαγνωστική του προσέγγιση γιατί σε ένα μικρό ποσοστό (<5%) μπορεί να αποτελεί την κλινική εκδήλωση του καρκίνου του μαστού.
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του εκκρίματος καθώς και ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες που πρέπει να αξιολογούνται από το ιστορικό και την κλινική εξέταση είναι οι ακόλουθοι:
- Το χρώμα του εκκρίματος
- Ετερόπλευρο ή αμφοτερόπλευρο
- Αυτόματη ή προκλητή έκκριση
- Προεμμηνοπαυσιακό ή μετεμμηνοπαυσιακό
- Συσχέτιση με τον κύκλο
- Έκκριμα ενός πόρου ή πολλαπλών πόρων
- Λήψη αντισυλληπτικών χαπιών ή οιστρογόνων.
- Συνδυασμός με ψηλαφητή βλάβη
Το χρώμα του εκκρίματος μπορεί να είναι γαλακτώδες, διαυγές-ορώδες, κιτρινωπό, πρασινωπό, πυώδες, ρόζ-οροαιματηρό ή αιματηρό. Η αιματηρή, ορώδης ή οροαιματηρή έκκριση από τη θηλή μπορεί να σχετίζεται με καρκίνο του μαστού, αλλά συχνά μπορεί να προκαλείται και από καλόηθες θήλωμα μέσα σε πόρο.
Η αμφοτερόπλευρη έκκριση από τους μαστούς δεν σχετίζεται με καρκίνο του μαστού και μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές, λήψη φαρμάκων, εγκυμοσύνη και σε καλοήθεις παθήσεις του μαστού, όπως οι ινοκυστικές αλλοιώσεις και οι εκτασίες των πόρων του μαστού. Αντιθέτως η ετερόπλευρη έκκριση από τον ένα μαστό πρέπει πάντα να διερευνάται, ώστε να αποκλεισθεί η περίπτωση καρκίνου του μαστού, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε καλοήθεις παθήσεις (θήλωμα, ινοκυστικές αλλοιώσεις, εκτασίες πόρων).
Αυτόματη έκκριση είναι αυτή που προκύπτει από μόνη της, χωρίς να πιέσουμε το μαστό και αναφέρεται ως τυχαίο εύρημα από την ασθενή, η οποία παρατηρεί το έκκριμα στο στηθόδεσμο ή τα ρούχα της. Η προκλητή έκκριση είναι αυτή που προκύπτει μετά από πίεση του μαστού σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο ή γενικά μετά από μάλαξη του μαστού. Η αυτόματη έκκριση είναι πιο πιθανό να οφείλεται σε καρκίνο του μαστού.
Η έκκριση της θηλής σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ετερόπλευρα ή αμφοτερόπλευρα, που επιτείνεται ή εμφανίζεται λίγο πριν την έμμηνο ρύση, οφείλεται συνήθως σε ορμονικά αίτια ή ινοκυστική μαστοπάθεια. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δεδομένης της αυξημένης πιθανότητας καρκίνου του μαστού μετά την ηλικία των 50 ετών, η έκκριση της θηλής πρέπει να διερευνάται ενδελεχώς.
Έκκριση γάλακτος από πολλαπλούς πόρους στο μη θηλάζοντα μαστό, συμβαίνει σε ενδοκρινολογικές διαταραχές, κυρίως σαν αποτέλεσμα αυξημένης έκκρισης προλακτίνης από την υπόφυση. Η προλακτίνη του ορού και τα επίπεδα της TSH πρέπει να εξετάζονται για να ερευνηθεί αδένωμα υπόφυσης ή υποθυρεοειδισμός.
Τα αντισυλληπτικά χάπια ή η οιστρογονική θεραπεία μπορούν να προκαλέσουν διαυγές ορώδες ή γαλακτώδες έκκριμα από μονήρη πόρο, αλλά συχνότερη είναι η έκκριση από πολλαπλούς πόρους. Η έκκριση είναι περισσότερο έντονη ακριβώς πριν την έμμηνο ρύση και εξαφανίζεται σταματώντας τη θεραπευτική αγωγή. Εάν δεν σταματήσει μετά το σταμάτημα της θεραπευτικής αγωγής και αφορά μονήρη πόρο, τότε θα πρέπει να γίνει περαιτέρω διερεύνηση.
Η αιματηρή ή ορώδης έκκριση, από τον ένα μαστό, η οποία είναι αυτόματη, προέρχεται από ένα πόρο, με ή χωρίς ψηλαφητή βλάβη θα πρέπει να ελέγχεται άμεσα με υπερηχογράφημα και μαστογραφία για τον αποκλεισμό καρκίνου του μαστού.
Όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει εντοπισμός της αιτίας της έκκρισης, δεν υπάρχει ψηλαφητή μάζα και το έκκριμα είναι μη αιματηρό, η ασθενής θα πρέπει να επανεξετάζεται αναλόγως των ευρημάτων σε 6 μήνες ή 1 χρόνο.
Πώς πρέπει να ελέγχεται η έκκριση από τη θηλή;
Η διερεύνηση της έκκρισης από τη θηλή πρέπει πρώτα να ελέγχεται κλινικά από τον ιατρό, για την ύπαρξη ψηλαφητής μάζας στον μαστό και ακολούθως θα πρέπει να υποβάλλεται σε υπερηχογραφικό έλεγχο για διερεύνηση των αιτιών και τον αποκλεισμό ογκόμορφης βλάβης. Η μαστογραφία διενεργείται στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν κρίνεται αναγκαίο από τον ιατρό. Η κυτταρολογική εξέταση μπορεί να εντοπίσει κακοήθη κύτταρα, αλλά αρνητικά ευρήματα κυτταρολογικής εξέτασης δεν αποκλείουν τον καρκίνο.